- παρεντερικός
- -ή, -όόχι από το έντερο, έξω από το έντερο: Η εισαγωγή θρεπτικών ουσιών από τη φλέβα στον οργανισμό λέγεται θρέψη παρεντερική.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παρεντερικός — ή, ό ιατρ. (σχετικά με την χορήγηση τροφής, υγρών ή φαρμακευτικών ουσιών στον οργανισμό) αυτός που παρακάμπτει το πεπτικό σύστημα, που δεν χρησιμοποιεί τον εντερικό σωλήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. parenteral < παρ(α) * + εντερικός] … Dictionary of Greek